- αλέομαι
- ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)1. απομακρύνω, αποφεύγω2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF-ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι παρά το ἀλέασθαι, καθώς και τον ενεστωτικό τού ρήματος ἀλεύω «απωθώ, κυνηγώ»), με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F-. Το ρήμα συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -eF-) μορφή τής ρίζας ἀλ- με την οποία συνδέονται επίσης το συνώνυμο ρήμα ἀλύσκω*, καθώς και οι ρηματικοί τ. ἀλύω* «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, βρίσκομαι σε αμηχανία, περιπλανιέμαι» και ἀλῶμαι* -άομαι «περιπλανιέμαι».ΠΑΡ. αρχ. ἀλέα Ι, ἀλεωρή].
Dictionary of Greek. 2013.